Πόσες, μα πόσες φορές δεν ρίχτηκες στη μάχη, πρώτος –
πρώτος. Για να υπερασπιστείς τον τόσο πιο μεγαλόσωμο αλλά αδύναμο πιστό σου
φίλο. Έναν φίλο, πολύ πενιχρά εξοπλισμένο, με τα νύχια και δόντια της φύσης, τα
όπλα της φύσης για την μάχη.
Να ξέρεις, έκανα τα πάντα για να σε φυλάξω από το κακό. Από
τα άλλα μεγάλα θηρία που σε καταδίωκαν. Όμως ο φόβος κατέτρεχε πάντα μόνο τη
δική μου ψυχή. Διότι εσύ, φίλε μου καλέ, αγαπημένε μου φίλε ήσουν άφοβος. Ένα
τόσο δα ζωντανό ζωάκι με καρδιά και ψυχή λιονταριού.
Μου χάρισες τόση χαρά, τόσο κέφι. Πάντα σε θυμάμαι που
έτρεχες ξωπίσω μου. Έτρεχες να προλάβεις. Έτρεχες για να ζήσεις. Και να που
τώρα, 10 μέρες μετά τα γενέθλιά μου, μέσα σε έναν κρύο Δεκέμβρη έφυγες ξαφνικά.
Επήγες στην αγκαλιά του Χριστούλη. Η καρδούλα σου έδειχνε ότι ήσουν ακόμα πολύ
δυνατός, ότι είχες πολλά χρόνια μπροστά σου. Όμως αλλοίμονο φίλε μου, τα
ποδαράκια σου δεν σε βάσταζαν άλλο.
Δεν έπεσες ποτέ σε μελαγχολία. Δεν αρρώστησες ποτέ. Πάντα
δυνατός, πανέμορφος, γλυκύτατος και καλοσυνάτος. Έτσι θα σε θυμάμαι. Ως αθάνατο
φίλο, αδερφό. Σε αγάπησα τόσο πολύ που ο πόνος όταν κατάλαβα πως σιγά – σιγά
έφευγες ήταν πολύ βαρύς. Έκλαψα 7 μέρες, και 3 ακόμα και ακόμα κλαίω, καθώς
γράφω.
Ελπίζω μόνο, να ένιωσες κι εσύ όπως ένιωθα κι εγώ τόσα
χρόνια την αγάπη μου, τη λατρεία μου. Ένα μόνο που ξέρω με παρηγορεί. Ότι δεν
πονάς πια εκεί που είσαι. Μόνο δεν ξέρω αν κρυώνεις στο ξερό υγρό χώμα της γης.
Η ψυχούλα σου πλανιέται στο σύμπαν του ζωικού βασιλείου.
Συγχώρεσέ μου, αν μπορείς, εκεί ψηλά που βρίσκεσαι τα άγρια
χάδια μου. Βλέπεις αδερφέ μου, όποιος αγαπάει παιδεύει, καθώς λέει ο λαός.
Κρατώ κρυφή ελπίδα στην καρδιά μου, ότι με αγάπησες κι εσύ λιγάκι. Αν και
σπάνια μου το ‘δειχνες, σαν να το πιστεύω τώρα κι εγώ.
Μα τότε γιατί όλος αυτός ο πόνος; Αφού το μόνο που μου χάριζες
ήταν το γέλιο. Σίγουρα δεν θα ήθελες να με δεις να κλαίω. Μα μήπως το μπορώ να
σταματήσω τα μάτια μου να τρέχουν; Μα γιατί έπρεπε να φύγεις; Τόσο άξαφνα;
Πάσχιζα να σε κάνω να σταθείς στα ποδαράκια σου. Αλλά μάταια. Είχες ήδη μέσα
σου ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι, χωρίς επιστροφή.
Μα αν αυτό ήταν όλο κι όλο που ήθελες πώς να σου θυμώσω,
αγάπη μου. Δεν μπορώ να θυμώσω πια. Κάπου το είχα ξανακούσει, ότι εκείνη η
γυναίκα είχε τόση ζωή μέσα της να ζήσει. Κι όμως έπρεπε να αναχωρήσει, πολύ
νωρίς, πολύ ταχιά, όπως εσύ. Που να ‘ξερα ότι έτσι γίνεται πάντα στο θάνατο. Αντίο
λοιπόν φίλε μου, γενναίο, μικρό πλασματάκι μου. Δεν πέθανες ποτέ στην δική μου
ψυχή!
Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας.